εργάσιμος

εργάσιμος
-η, -ο
1. αυτός που μπορεί να καλλιεργηθεί, να δουλευτεί, καλλιεργήσιμος: Ξύλο εργάσιμο.
2. για χρόνο, εκείνος κατά τον οποίο μπορεί ή πρέπει να εργαστεί κανείς: Το γραφείο δέχεται τους πολίτες σε μέρες και ώρες εργάσιμες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐργάσιμος — to be worked masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εργάσιμος — η, ο (AM ἐργάσιμος, ον και ος, η, ον) [εργασία] ο χρόνος κατά τον οποίο οφείλει ή μπορεί να εργάζεται κανείς («εργάσιμες ώρες γραφείου») αρχ. μσν. (για γη) καλλιεργήσιμος αρχ. 1. αυτός που επιδέχεται κατεργασία («ἐν παντὶ σκεύει ἐργασίμῳ… …   Dictionary of Greek

  • ἐργασιμώτερον — ἐργάσιμος to be worked masc acc comp sg ἐργάσιμος to be worked neut nom/voc/acc comp sg ἐργάσιμος to be worked adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργάσιμον — ἐργάσιμος to be worked masc/fem acc sg ἐργάσιμος to be worked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργασίμοις — ἐργάσιμος to be worked masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργασίμου — ἐργάσιμος to be worked masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργασίμους — ἐργάσιμος to be worked masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργασίμων — ἐργάσιμος to be worked masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργασίμῳ — ἐργάσιμος to be worked masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργάσιμα — ἐργάσιμος to be worked neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”